ημίβραχυς
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
-υ (Α ἡμίβραχυς, -εία, -υ)
1. (στην προσωδία) βραχύς κατά το ήμισυ
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίβραχυ
το τρίτο κατά σειρά σημείο διάρκειας της αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + βραχύς.