ημίθαλπτος

From LSJ

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source

Greek Monolingual

ἡμίθαλπτος, -ον (Α)
μισοβρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θάλπω.