ημίξηρος

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἡμίξηρος, -ον)
μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθεί
νεοελλ.-μσν.
μισόξερος, μισολιπόθυμος.