ημίξηρος

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἡμίξηρος, -ον)
μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθεί
νεοελλ.-μσν.
μισόξερος, μισολιπόθυμος.