τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
-η, -ο (AM ἡμίξηρος, -ον)μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθείνεοελλ.-μσν.μισόξερος, μισολιπόθυμος.