ἡμίξηρος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ἡμίξηρον, half-dry, PFlor.118.3 (iii A.D.), AP9.137 tit., Suid. s.v. λαιψηρόν.
German (Pape)
[Seite 1169] halb trocken, B. A. 1173; VLL.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié sec.
Étymologie: ἡμι-, ξηρός.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίξηρος: полусухой Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίξηρος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ξηρός, Ἀνθ. Π. 9. 137.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡμίξηρος, -ον)
μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθεί
νεοελλ.-μσν.
μισόξερος, μισολιπόθυμος.
Greek Monotonic
ἡμίξηρος: -ον, ο κατά το ήμισυ ξηρός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἡμί-ξηρος, ον
half-dry, Anth.