ημίοπλος

Greek Monolingual

ἡμίοπλος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].