ἡμίοπλος, -ον (Α)αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. άοπλος, ένοπλος].