ημίυπνος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

ἡμίυπνος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται κατά το ήμισυ, ο μισοκοιμισμένος.