ημίχρυσος

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἡμίχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. κράμα χαλκού και ψευδαργύρου, αλλ. τομβάκιο
αρχ.
επιγρ. μισός χρυσός, μισός στατήρας, αλλ. ήμιχρύσους.