ημίψυκτος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίψυκτος, -ον)
μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύψυκτος, σκιόψυκτος].