ημίψυχος

Greek Monolingual

ἡμίψυχος, -ον (Α)
μισοξεψυχισμένος, ημιθανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. άψυχος, πονόψυχος].