πονόψυχος
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που συμπονεί τους άλλους, ευσπλαγχνικός, πονετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].