ημιάγρυπνος

From LSJ

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source

Greek Monolingual

ἡμιάγρυπνος, -ον (Μ)
κατά το ήμισυ άγρυπνος, μισοξυπνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + άγρυπνος].