ημιέλυτρο

Greek Monolingual

το
ζωολ. το πάνω φτερό τών ετερόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemielytron < hemi- (πρβλ. ημι-) + elytron (πρβλ. έλυτρο)].