ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἡμιέργαστος, -ον (Α)κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν-επ-εξ-έργαστος, α-κατ-έργαστος].