ημιαστραγάλιον
Greek Monolingual
ἡμιαστραγάλιον, το (Α)
μισός αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αστραγάλ-ιον (< θ. αστραγαλ- του αστράγαλ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].
ἡμιαστραγάλιον, το (Α)
μισός αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αστραγάλ-ιον (< θ. αστραγαλ- του αστράγαλ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].