ἡμιαστραγάλιον
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
[ᾰλ], τό, creature with only one ἀστράγαλος, Arist.HA499b25 (v.l. ἡμι-αστράγαλος).
German (Pape)
[Seite 1167] halber ἀστράγαλος, Arist. H. A. 2, 1; ἡμιαστραγάλῳ ist s. l.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιαστρᾰγάλιον: τό, v.l. ἡμιαστράγαλος ὁ (словно) пол-лодыжки Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιαστραγάλιον: τό, ἥμισυς ἀστράγαλος, Ἀριστ. Ι. Ζ. 2. 1, 33.
Greek Monolingual
ἡμιαστραγάλιον, το (Α)
μισός αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αστραγάλ-ιον (< θ. αστραγαλ- του αστράγαλ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].