ημιδραχμιαίος

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

ἡμιδραχμιαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος μισής δραχμής (ως μέτρου βάρους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δραχμιαίος (< δραχμή)].