ημιθέα

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ἡμιθέα και επικ. τ. ἡμιθέη, ἡ (Α)
κατά το ήμισυ θεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + θεά].