ἡμιθέα
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
Ep. ἡμιθέη, ἡ, demigoddess, Call.Aet.3.1.71: gen. pl. -θεάων IG14.1389i57.
Greek Monolingual
ἡμιθέα και επικ. τ. ἡμιθέη, ἡ (Α)
κατά το ήμισυ θεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + θεά].