ημικρανικός

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡμικρανικός, -ή, -όν) ημικρανία
αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στην ημικρανία
ως ουσ. αυτός που πάσχει συχνά από ημικρανία
αρχ.
φρ. «ἡμικρανικὰ φάρμακα» — τα φάρμακα κατά της ημικρανίας.