ἡμικρανικός

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικρᾱνικός Medium diacritics: ἡμικρανικός Low diacritics: ημικρανικός Capitals: ΗΜΙΚΡΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: hēmikranikós Transliteration B: hēmikranikos Transliteration C: imikranikos Beta Code: h(mikraniko/s

English (LSJ)

ἡμικρανική, ἡμικρανικόν, of or like ἡμικρανία, ἀλγήματα Gal.12.594; πάθος Aët.6.49; οἱ ἡ. persons suffering therefrom, Gal.8.206, Paul.Aeg.3.5; φάρμακα remedies for ἡ., Gal. 12.592.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικρᾱνικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς, ἢ ὅμοιος πρὸς ἡμικρανίαν, πάθος Ἀέτ.· οἱ ἡμικρανικοί, οἱ πάσχοντες ἐξ ἡμικρανίας, Παῦλ. Αἰγ. 3. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡμικρανικός, -ή, -όν) ημικρανία
αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στην ημικρανία
ως ουσ. αυτός που πάσχει συχνά από ημικρανία
αρχ.
φρ. «ἡμικρανικὰ φάρμακα» — τα φάρμακα κατά της ημικρανίας.