ημιμεθής

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

ἡμιμεθής, -ές (Α)
σχεδόν μεθυσμένος, μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέθη.