ἡμιμεθής

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιμεθής Medium diacritics: ἡμιμεθής Low diacritics: ημιμεθής Capitals: ΗΜΙΜΕΘΗΣ
Transliteration A: hēmimethḗs Transliteration B: hēmimethēs Transliteration C: imimethis Beta Code: h(mimeqh/s

English (LSJ)

ἡμιμεθές, half-drunk, AP6.251 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halb trunken; στόμα Philp. 11 (VI, 251); Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié ivre.
Étymologie: ἡμι-, μέθη.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐμεθής: полупьяный, хмельной (στόμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιμεθής: -ές, «μισομεθυσμένος», Ἀνθ. Π. 6. 251, Κλήμ. Ἀλ. 182.

Greek Monolingual

ἡμιμεθής, -ές (Α)
σχεδόν μεθυσμένος, μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μέθη.

Greek Monotonic

ἡμιμεθής: -ές (μέθη), μισομεθυσμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡμι-μεθής, ές μέθη
half-drunk, Anth.