ημιμελικός

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ημιμελία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημιμελία ή στον ημιμελή.