ημιμόδιον

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

ἡμιμόδιον, το (Α)
μισό μόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + μόδιο «μέτρο ξηρών καρπών»].