ημιούγκιον

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source

Greek Monolingual

ἡμιούγκιον και ἡμιούγγιον, το (Α)
μισή ουγκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ουγκιον (< ουγκιά + κατάλ. -ιον)].