ημιρραγής
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιρραγής, -ές)
εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ρραγής < θ. ραγ- (πρβλ. ερράγην, αόρ. του ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμορραγής, αρραγής].