Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημισεληνοειδής
Greek Monolingual
-ές αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, μηνοειδής. επίρρ... ημισεληνοειδώς με σχήμα ημισεληνοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημισέληνος+ -ειδής (<είδος), πρβλ. δυσειδής, ωοειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αθανάσιο Σ. Κουμανούδη].