Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωοειδής

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῖς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής του Καρτεσίου» β. «ωοειδής του Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό του ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής].