ημιτέλεια

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ἡμιτέλεια, ἡ (Α) ημιτελής
η απαλλαγή από μισό τέλος, όπως π.χ. φόρο, ποινή κ.λπ.