ημιταλαντιαίος

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ἡμιταλαντιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιτάλαντον
ο αγώνας που έχει ως βραβείο το ημιτάλαντο.