ημιτόμιον

Greek Monolingual

ἡμιτόμιον, τὸ (Α)
(για τα κουκιά) υποκορ. του ημίτομον, το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία είναι διχοτομημένος ο καρπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημί-τομον + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. κοράσιον, παιδίον].