ἡμιτόμιον

English (LSJ)

τό, flat side of a half-bean, Dsc. 2.105, v.l. in Luc. VH 2.38.
lozenge-shaped bandage, = ἡμιρρόμβιον, Hp. Off. 7, Gal. 18(2).732.

German (Pape)

[Seite 1170] τό, die Hälfte, Diosc.

Greek Monolingual

ἡμιτόμιον, τὸ (Α)
(για τα κουκιά) υποκορ. του ημίτομον, το ένα από τα δύο τμήματα στα οποία είναι διχοτομημένος ο καρπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημί-τομον + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. κοράσιον, παιδίον].