Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
ἡμιφάριον, τὸ (Α)μισό φάρος, μισό ιμάτιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + φάρος, το, «ύφασμα»].