ημιχοίνικος

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

ἡμιχοίνικος, -ον (Α) ημιχοίνιξ
1. αυτός που περιέχει μισή χοίνικα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιχοίνικον
μέτρο ξηρών καρπών, οινίκιον, μισοσοίνικο.