ημιωδέλιον

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ἡμιωδέλιον, τὸ (Α)
βλ. ημιωβόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οδελός «οβολός», το -ω- λόγω συνθέσεως].