διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
ἡμιόλκιον, τὸ (Α)μισή δραχμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ολκή «τράβηγμα -βάρος δραχμής»].