ημιόλκιον

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

ἡμιόλκιον, τὸ (Α)
μισή δραχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ολκή «τράβηγμα -βάρος δραχμής»].