ηπίολος

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α)
μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος].