ηπίολος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α)
μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος].