ἡπίολος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ὁ, moth, Arist.HA605b14 (v.l. ἡπιόλης).
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, eine Lichtmotte, ὁ περὶ τὸν λύχνον πετόμενος Arist. H. A. 8, 27, v.l. ἡπιόλης u. ἡπιλιότης.
Greek Monolingual
ἡπίολος και ἡπιόλης, ό (Α)
μικρή πεταλούδα που πετά γύρω από το φως, ο πυραύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπίαλος].
Russian (Dvoretsky)
ἡπίολος: ὁ ночной мотылек: ὁ ἡ. ὁ περὶ τὸν λύχνον πετόμενος Arst. мотылек, вьющийся вокруг лампы.