ηπανώ

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

Greek Monolingual

ἠπανῶ, -άω και -έω (Α) ηπανία
σπανίζω, απορώ, δεν έχω (κάτι).