απορώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(AM ἀπορῶ, -έω) άπορος
1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση
2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι
μσν.- νεοελλ.
εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι
αρχ.-μσν.
(μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος
φτωχός, δυστυχισμένος
αρχ.
1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης
2. διστάζω
3. φρ. «ἀπορῶ μή» — φοβάμαι μήπως
4. (διαλεκτ.) προβάλλω απορία
5. (παθ. μτχ.) ἀπορούμενον ή ἀπορηθέν
δυσκολία, πρόβλημα
6. απρόσ. ἀπορεῖται
υπάρχει πρόβλημα, δυσκολία
7. (για πράγματα) παραμελούμαι, δεν λαμβάνεται πρόνοια για μένα
8. στερούμαι, έχω ένδεια, έχω ανάγκη από κάτι.