φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
ἡπατιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῖος λοβός», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)].