ηπατιαίος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
ἡπατιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στο ήπαρ, ο ηπατικός («ἡπατιαῖος λοβός», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ιαίος (πρβλ. φρεατιαίος < φρέαρ)].