ηπατορραφία

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

η
συρραφή τραύματος του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhaphy < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -rrhaphy (πρβλ. -ρραφία < -ρραφής < ραφή)].