ηπατοφάγος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ἡπατοφάγος, -ον (Μ)
αυτός που τρώει το ήπαρἡπατοφάγος λέων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -φαγος (θ. φαγ- πρβλ. έφαγον), πρβλ. ανδροφάγος, ανθρωποφάγος.