ηπατοφάγος
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
ἡπατοφάγος, -ον (Μ)
αυτός που τρώει το ήπαρ («ἡπατοφάγος λέων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -φαγος (θ. φαγ- πρβλ. έφαγον), πρβλ. ανδροφάγος, ανθρωποφάγος.