ηπεροπευτής

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ἠπεροπευτής, ό (Α)
αυτός που πλανεύει, που ξεμυαλίζει τις γυναίκες και τίς καταφέρνει να συνάψουν μαζί του ερωτικό δεσμό («γυναιμανές, ἠπεροπευτά» Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπεροπεύω. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην κλητική ηπεροπευτά].