ηπεροπεύω

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

ἠπεροπεύω (Α)
1. με γοητευτικά λόγια και δελεαστική συμπεριφορά πλανεύω, ξεμυαλίζω γυναίκες, ώστε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις μαζί μου
2. απατώ, εξαπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπεροπεύς].