ησυχίδας

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἡσυχίδας, ό (Α) ήσυχος
αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, ήσυχος (ἡσυχίδας δόμος»).