ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἡσυχίδας, ό (Α) ήσυχοςαυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, ήσυχος (ἡσυχίδας δόμος»).