ηφαίστειος

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Ἡφαίστειος, -εία, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο
α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το μάγμα από τον χώρο δημιουργίας του στην επιφάνεια της γής
β) φρ. «είναι ηφαίστειο»
i. είναι θερμός, είναι φλογερός
ii. είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι έξω φρενών
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα -ειος (πρβλ. ηράκλειος, λυκούργειος)].