θέλεος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
θέλεον, willing, θ. ἀθέλεος, Lat. nolens volens, A.Supp.862 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1192] freiwillig, nur Aesch. Suppl. 842, neben ἀθέλεος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de bon vouloir : θέλεος ἀθέλεος ESCHL bon gré, mal gré.
Étymologie: θέλω.
Russian (Dvoretsky)
θέλεος: добровольный: θ. ἀθέλεος Aesch. волей-неволей.
Greek (Liddell-Scott)
θέλεος: -ον, θέλων, πρόθυμος, θ. ἀθέλεος, Λατ. nolens volens, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 862.
Greek Monolingual
θέλεος, -ον (Α)
αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμος («θέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε -εος].