θήραφος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek Monolingual

θήραφος, ὁ (Α)
η αράχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θηράφιον, υποκορ. του θηρ].