θήραφος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

θήραφος, ὁ (Α)
η αράχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θηράφιον, υποκορ. του θηρ].