θαρρούμενα

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

θαρρούμενα (Μ)
επίρρ.
1. χωρίς φόβο, με θάρρος, με ασφάλεια
2. αυστηρά («πολλὰ ἐκατηγόρησεν τὸν ποδέσταν... καὶ εἶπεν του θαρρούμενα», Μαχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μέσου ενεστ. θαρρούμενος του ρ. θαρρώ].